Turpentine — For other uses, see Turpentine (disambiguation). Turpentine (also called spirit of turpentine, oil of turpentine, and wood turpentine) is a fluid obtained by the distillation of resin obtained from trees, mainly pine trees. It is composed of… … Wikipedia
πεύκο — Κοινή ονομασία κωνοφόρων δέντρων που ανήκουν στο βοτανικό γένοςπίνος. Το γένος αυτό εμφανίστηκε κατά τη μεσολιθική περίοδο και διαδόθηκε περισσότερο κατά το κρητιδικό. Στην Ελλάδα σχημάτιζε εκτεταμένα δάση κατά το μειόκαινο. Η ευρεία διάδοση των… … Dictionary of Greek
τερεβινθικός — ή, ό, Ν [τερέβινθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τερεβινθίνη ή στο τερεβινθέλαιο … Dictionary of Greek
τερεβινθούχος — α, ο, Ν αυτός που περιέχει τερεβινθίνη ή τερεβινθέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τερέβινθος «είδος φυτού» + ούχος* (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
τερμεντίνα — η, Ν η τερεβινθίνη … Dictionary of Greek
βουλοκέρι — Ουσία με τη χαρακτηριστική ιδιότητα της συγκόλλησης στο χαρτί ή σε άλλες επιφάνειες, στις οποίες πέφτει σε παχύρρευστη σταγόνα, και της γρήγορης στερεοποίησης στον αέρα. Το β. είναι ένα υλικό γνωστό από τον Μεσαίωνα, που χάρη στις ιδιότητές του… … Dictionary of Greek
ρητίνες — Οργανικές ουσίες, στερεές ή ημιστερεές, με διάφορη σύνθεση, οι οποίες χαρακτηρίζονται κυρίως από μια τυπική υαλώδη μορφή και συχνά είναι διαφανείς. Οι φυσικές ρ. προέρχονται από τον φυτικό κόσμο και εξάγονται από διάφορα δέντρα μαζί με τις… … Dictionary of Greek